- ήλεκτρο
- Απολιθωμένη ρητίνη κωνοφόρων (κοινώς κεχριμπάρι) αβέβαιης χημικής σύνθεσης, που συχνά εμπερικλείει λείψανα ζώων και φυτών. Ο τύπος αυτός άμπρας (κηρώδες υγρό που το εκκρίνει η φάλαινα) μπορεί να έχει ποικίλα χρώματα (κίτρινο, κοκκινωπό, καστανό, πρασινωπό) και να είναι διαυγές, διαφανές ή ημιδιαφανές, ιδιότητες που συμπληρώνουν τη σκληρότητά του και εξηγούν τη χρήση του στην κατασκευή διακοσμητικών αντικειμένων. Το η. είναι άμορφο, έχει σκληρότητα 2 και πυκνότητα 1,05-1,10 gr/cm3. Είναι αρκετά ευαίσθητο στη θερμότητα, αφού στους 150°C αρχίζει να μαλακώνει και στους 200°C τήκεται. Έτσι μπορεί να διακριθεί το αυθεντικό ή. από τις διάφορες απομιμήσεις του, οι οποίες παρουσιάζουν χαμηλότερη ευαισθησία στην υγρασία. Εξάλλου η ιδιότητά του να ηλεκτρίζεται με την τριβή είναι γνωστή από τα πανάρχαια χρόνια (με αυτό πειραματίστηκε o Θαλής o Μιλήσιος) και έγινε η αφορμή να του αποδίδονται στην αρχαιότητα ιδιότητες φυλακτού. Το ή. των ακτών της Βαλτικής είναι το πιο γνωστό· προέρχεται από την απολίθωση τεράστιων δασών από κωνοφόρα (πεύκη η ηλεκτροφόρα), που είχαν αναπτυχθεί κατά τη διάρκεια της τριτογενούς περιόδου, πριν από 60 με 70 εκατομμύρια χρόνια. To γεγονός αυτό είχε σημαντικές συνέπειες σε ολόκληρη την ευρωπαϊκή προϊστορία. Ήδη από το τέλος της νεολιθικής εποχής οργανώνονταν εξαγωγές ή., κατά κύριο λόγο με κατεύθυνση το Αιγαίο. Στην εποχή του χαλκού, οι ανταλλαγές μεταξύ του μετάλλου αυτού και του ή. εντάθηκαν και δημιούργησαν το πρώτο ευρωπαϊκό οδικό δίκτυο, κυρίως περνώντας από τον αυχένα του Μπρένερ. Έως έναν βαθμό, χάρη σε αυτό το εμπόριο, ο πολιτισμός του χαλκού του βορρά έφτασε στη μεγάλη του ακμή, της οποίας δείγματα υπάρχουν στο Εθνικό Μουσείο Κοπεγχάγης. Έτσι, η Βαλτική και η Βόρεια θάλασσα άρχισαν να παίζουν τον ρόλο μιας δεύτερης Μεσογείου, περιβάλλοντας την Ευρώπη με ένα δίκτυο ναυτικών ανταλλαγών στην Ευρωπαϊκή χερσόνησο.
Το ήλεκτρο είναι μία από τις ουσίες στις οποίες παρατηρήθηκε για πρώτη φορά η ιδιότητα της έλξης ελαφρών σωμάτων έπειτα από τριβή.
* * *το (AM ἤλεκτρον, Α, και ἤλεκτρος, ὁ και ἡ)1. διαφανές άμορφο ορυκτό με κίτρινο, πορτοκαλί ή ερυθροκάστανο χρώμα, που είναι απολιθωμένη ρητίνη κωνοφόρων δένδρων παλαιότερων γεωλογικών εποχών και έχει την ιδιότητα να ηλεκτρίζεται αρνητικά με την τριβή και να έλκει ελαφρά σωματίδια, κν. κεχριμπάρι, άμπρα («μετὰ δ' ἠλέκτροισιν ἔερτο» — που ήταν συναρμολογημένος με κεχριμπάρι, Ομ. Οδ.)2. «μέλαν ἤλεκτρον» — ο γαγάτης* λίθος, ποικιλία μαύρου λιγνίτη, που χρησιμοποιείται και στην κοσμηματοποιίανεοελλ.1. (τεχν.) ελαφρό κράμα τού μαγνησίου με αλουμίνιο και ψευδάργυρο, που χρησιμοποιείται στην αεροναυπηγική2. (ορυκτ.) αυτοφυές ορυκτό κράμα χρυσού και αργύρουμσν.-αρχ.φυσικό ή τεχνητό μεταλλικό μίγμα χρυσού και αργύρου (α. «μέταλλον χρυσίζον», Ησύχ.β. «ἤλεκτρονἀλλότυπον χρυσίον μεμιγμένον ὑέλῳ και λιθίᾳ», Φώτ.)αρχ.(για τα επιτόνια* τής λύρας) τα κλειδιά που τεντώνουν, κουρδίζουν τις χορδές («ἐκπιπτουσῶν τῶν ἠλέκτρων καὶ τοῡ τόνου οὐκέτ' ἐόντος» — ενώ πέφτουν τα κλειδιά τής λύρας και δεν υπάρχει πλέον τόνος, είναι πια ξεκούρδιστη, Αριστοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλέκτωρ. Από την αρχ. ελλ. λ. ήλεκτρον (και κατά το γνωστό φαινόμενο τής παραγωγής στατικού ηλεκτρισμού διά τής τριβής υφάσματος επί ηλέκτρου) οι νεολατινικές γλώσσες παρήγαγαν τις λέξεις που δηλώνουν τον ηλεκτρισμό και τα ηλεκτρικά φαινόμενα οι οποίες εν συνεχεία εισήχθησαν στη Νέα Ελληνική ως αντιδάνειες].
Dictionary of Greek. 2013.